- ἐκρότησα
- κροτέωmake to rattleaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κροτίζω — (Μ κροτίζω) ταράζομαι (α. «έφθασα εις τοὺ Βαραντά το ρέμα όπου εκρότιζεν ο τόπος», Παπαδ. β. «μὴ κροτιστῆτε τίποτε ἄν εἶναι πλεώτεροί μας»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τ. από τον αόρ. ἐκρότησα τού κροτῶ, που συνέπιπτε με τον αόρ. σε ισα τών ρ … Dictionary of Greek